- προκρίνομαι
- προκρί̱νομαι , προκρίνωchoose before othersaor subj mid 1st sg (epic)προκρί̱νομαι , προκρίνωchoose before otherspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκρίνομαι — προκρίνομαι, προκρίθηκα βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… … Dictionary of Greek